Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χρησιμοποιώ όλα τα

  • 1 μεσκουλ-

    η см. μουσμουλ- г μέσ||ο[ν] τό
    1) середина;

    στο μεσκουλ- τού δρόμου — посредине улицы;

    περί τα μεσκουλ-α των σπουδών — в середине учёбы;

    περί τα μεσκουλ-α τού μηνός — в середине месяца;

    2) (чаще πλ.) средство, способ;

    χρησιμοποιώ όλα τα μεσκουλ-α — использовать все средства;

    μεταχειρίζομαι παν μεσκουλ- — использовать любое средство, пользоваться любым способом;

    χρησιμοποιώ άτιμα μεσκουλ-α — пользоваться нечестными способами, неблаговидными средствами;

    3) πλ. средства, деньги, ресурсы;

    μεσκουλ-α συντήρησης — средства к существованию;

    δεν έχω τα μεσκουλ-α να πάω στα λουτρά — у меня нет средств, чтобы поехать на курорт;

    4) πλ. средства (для осуществления чего-л.);

    τα μεσκουλ-α (της) παραγωγής — средства производства;

    μεσκουλ-α συγκοινωνίας — средства сообщения, транспорт;

    μεσκουλ-α επικοινωνίας — средства связи;

    5) πλ. внутренности;
    6) (чаще πλ.) знакомства, связи; блат (прост.);

    έχω μεγάλα μεσκουλ-α — иметь большие знакомства, связи;

    διορίστηκε με μεσκουλ- ( — или με μέσα) — он получил назна- чение по знакомству;

    7):

    μεσκουλ-ω — или διά μεσκουλ-ου — через (в разн. знач);

    διά μεσκουλ-ου τού δάσους — через лес;

    μεταβαίνω στο Παρίσι μεσκουλ-ω Ρώμης — ехать в Париж через Рим;

    του το ανήγγειλα διά μεσκουλ-ου τού αδελφού του — я ему сообщил об этом через его брата;

    § βγάζω το ζήτημα εις το μεσκουλ- — выдвигать, ставить вопрос;

    έχω τα μεσκουλ-α να... — быть в состоянии (что-л, сделать);

    εν (τω) μεσκουλ-ω — среди, посреди;

    εν μεσκουλ-ω ημών — среди нас;

    βρίσκομαι εν μεσκουλ-ω εχθρών — находиться среди врагов;

    εν τω μεσκουλ-ω της νυκτός — посреди ночи

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μεσκουλ-

  • 2 ένδικος

    ος, ον предусматриваемый законом; легальный, допускаемый законом;

    χρησιμοποιώ όλα τα ένδικα μέσα — действовать всеми законными способами

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ένδικος

См. также в других словарях:

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω …   Dictionary of Greek

  • κατουρίζω — (Α) 1. φέρνω πλοίο στο λιμάνι με ούριο άνεμο 2. φέρω κάτι σε ευτυχές τέλος («τάδ ὀρθῶς ἔμπεδα κατουρίζει», Σοφ.) 3. (Ησύχ.) χρησιμοποιώ όλα τα καραβόσχοινα, δεν παραμελώ τίποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οὐρίζω «μεταφέρω με ευνοϊκό άνεμο» (<… …   Dictionary of Greek

  • λυτός — ή, ό (AM λυτός, ή, όν) [λύω] νεοελλ. 1. ελεύθερος από δεσμά, λυμένος 2. φρ. «βάζω λυτούς και δεμένους» καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια, χρησιμοποιώ όλα τα μέσα μσν. απαλλαγμένος από καταδίκη, δέσμευση ή υποχρέωση αρχ. 1. αυτός που μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

  • κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… …   Dictionary of Greek

  • όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • καταφεύγω — (AM καταφεύγω) πηγαίνω σε κάποιο μέρος ζητώντας ασφάλεια, προστασία, έρχομαι κάπου για να αποφύγω κάποιον κίνδυνο ή συμφορά, έχω ή ζητώ να βρω καταφύγιο νεοελλ. προσφεύγω σε κάτι, χρησιμοποιώ κάθε μέσο, μεταχειρίζομαι όλα τα μέσα αρχ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

  • καταφεύγω — κατέφυγα και κατάφυγα 1. μεταβαίνω κάπου ζητώντας ασφάλεια: Οι ληστές κατέφυγαν στην Ιταλία. 2. χρησιμοποιώ κάτι, μεταχειρίζομαι όλα τα μέσα: Θα καταφύγω στα δικαστήρια για να βρω το δίκιο μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»